- ούλο
- gomme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ούλο, το — και πληθ. ούλα, τα το πάνω και το κάτω από τη σειρά των δοντιών τμήμα του βλεννογόνου του στόματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ούλο — το (ΑΜ οὖλον) συν. στον πληθ. τα ούλα ροδόχρους και παχύς βλεννογόνος με ινώδη στοιχεία στερεά προσκολλημένος στις φατνιακές αποφύσεις τών γνάθων και στην οστέϊνη ουσία τών δοντιών αρχ. στον πληθ. πρήξιμο στα ούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… … Dictionary of Greek
γούλι — το (Μ γούλον) το ούλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ούλο] … Dictionary of Greek
κούρβουλο — το (Μ κούρβουλον) κορμός κλήματος νεοελλ. 1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου 2. ο κορμός κάθε δένδρου 3. (κατ επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα 4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος … Dictionary of Greek
γονεωνυμικός — ή, ό 1. αυτός που ονομάζεται από το όνομα τού γονέως 2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γονεωνυμικά παρώνυμα ουσιαστικά σε ιδεύς, ουλο κ.λπ. για δήλωση νεογνών ζώων (πρβλ. «λέων λεοντιδεύς», «αετός αετιδεύς», «κότα κοτόπουλο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γονεύς… … Dictionary of Greek
κοντόθριξ — κοντόθριξ, τριχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + θριξ (< θρίξ), πρβλ. λασιό θριξ, ουλό θριξ] … Dictionary of Greek
κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… … Dictionary of Greek
κυματόθριξ — και κυμόθριξ, άτριχος, ο 1. αυτός που έχει κυματιστά μαλλιά ή γένια 2. ο πληθ. ως ουσ. οι κυματότριχες μια από τις τρεις κατηγορίες στις οποίες διακρίνονται οι άνθρωποι με βάση τον σχηματισμό τών μαλλιών τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + θριξ… … Dictionary of Greek
λυσίθριξ — λυσίθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει λυτά, ατημέλητα τα μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι * + θρίξ, τριχός (πρβλ. καλλί θριξ, ουλό θριξ)] … Dictionary of Greek
ξανθοτριχώ — ξανθοτριχῶ, έω (ΑΜ) έχω ξανθά μαλλιά, είμαι ξανθομάλλης, ξανθότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + τριχῶ (< τριχος < θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκο τριχώ, ουλο τριχώ] … Dictionary of Greek
ουλίτιδα — Πάθηση των ούλων. Βλ. λ. ούλα. * * * η ιατρ. οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών ούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ούλο + επίθημα ίτιδα (πρβλ. πλευρ ίτιδα). Η λ. στον λόγιο τ. οὐλῖτις, μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Λάζο] … Dictionary of Greek